- δενδρολάχανα
- δενδρο-λάχᾰνα [pron. full] [λᾰ], τά,A tall-growing potherbs, etc., Thphr.HP1.3.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δενδρολάχανα — δενδρολάχανα, τα (Α) λάχανα με μεγάλο ύψος … Dictionary of Greek
δενδρολάχανα — tall growing potherbs neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… … Dictionary of Greek